- προσκατασκευάζω
- Α1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ.β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.)2. αποδεικνύω επιπροσθέτως3. μέσ. προσκατασκευάζομαιπρομηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι («προσκατασκευάζεσθαι ἄλλα τινὰ τῶν καλῶν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.